μεθυσφαλής

μεθυσφαλής
μεθυ-σφᾰλής, ές,
A reeling-drunk,

ἴχνος APl.4.99

, Nonn. D.18.151;

λάγυνε μεθυσφαλές AP6.248

(Marc. Arg.); of a person, Nonn.D.19.59.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεθυσφαλής — μεθυσφαλής, ές (ΑM) 1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι 2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι σφαλής, δομο σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλές — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem voc sg μεθυσφαλής reeling drunk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσφαλέες — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσφαλέος — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλώ — μεθυσφαλῶ, έω (Α) [μεθυσφαλής] παραπατώ από το μεθύσι …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλέων — μεθυσφαλέω to be reeling drunk pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”